πολυώροφος

πολυώροφος
-η, -ο
αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πατώματα: Πολυώροφη πολυκατοικία. – Πολυώροφος πύραυλος κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυώροφος — of many roofs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώροφος — η, ο / πολυώροφος, ον, ΝΜΑ (για οικοδόμημα) αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα νεοελλ. (για πύραυλο φορέα) αυτός που αποτελείται από αλλεπάλληλα τμήματα τα οποία αποχωρίζονται διαδοχικά από το κύριο σώμα αφού εξαντλήσει το καθένα τα… …   Dictionary of Greek

  • πολυώροφον — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc sg πολυώροφος of many roofs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωρόφους — πολυώροφος of many roofs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυόροφος — η, ο, Ν βλ. πολυώροφος …   Dictionary of Greek

  • πολύστεγος — ον, Α αυτός που έχει πολλές στέγες, πολλά πατώματα, πολυώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”